Η πληθυσμιακή σύνθεση της Μικράς Ασίας,
στα χρόνια του Βυζαντίου θα προκύψει
από συνένωση παλαιών φυλών, κυρίως
Μικρασιατών, αλλά και από μετανάστες
από την Ανατολή, αλλά και από την δυτική
Ευρώπη.
Πολιτιστικά, οικονομικά και θρησκευτικά στοιχεία
θα συνενωθούν και θα συγχωνευτούν κάτω
από την ηγεσία του ισχυρού αυτοκράτορα
διαμορφώνοντας τον Ελληνισμό της Μικράς
Ασίας. Όσο διάστημα ο Βυζαντινός
αυτοκράτορας ήταν ισχυρός, τόσο η συνοχή
των κατοίκων ήταν ενιαία.
Το Βυζάντιο την περίοδο αυτή βρισκόταν
στην χειρότερη κρίση της ιστορίας του.
Οι εμφύλιοι πόλεμοι ακολουθούσαν ο ένας
τον άλλον. Οι ξένες δυνάμεις είχαν
κατορθώσει να έχουν λόγο στις εσωτερικές
διαμάχες της πρωτεύουσας.
Μετά την άνοδο στον αυτοκρατορικό θρόνο,
ο Μιχαήλ Η΄ (1259-1282), έλαβε μια σειρά
οικονομικών μέτρων, αυξάνοντας την
φορολογία, καθώς και διαρθρωτικών πάνω
στην ασφάλεια των παραμεθορίων περιοχών.
Κατήργησε τις φορολογικές απαλλαγές
των ακριτών και τους αντικατέστησε με
εφήμερους μισθοφόρους που δεν είχαν
καμιά σχέση με τον ντόπιο πληθυσμό.
(Αλανούς, Καταλανούς, Τατάρους κλπ.) που
τους καταδυνάστευαν και το μοναδικό
ενδιαφέρον τους ήταν η αύξηση των
παροχών τους.
Θέσπισε την αναγκαστική
στράτευση των ημιαυτόνομων πλουσίων
γαιοκτημόνων, ενώ τα οικονομικά μέτρα
έπλητταν κυρίως τους τοπικούς οικονομικούς
παράγοντες, με αποτέλεσμα να παραλύσει
η άμυνα. Ο οργανωμένος στρατός της
περιοχής άρχισε να διαλύεται, ενώ ικανά
στελέχη του για βιοποριστικούς λόγους
άλλαζαν επάγγελμα ή ακόμη αυτομολούσαν
στην πλευρά των Τουρκομάνων.
Με τη
διάλυση του στρατού επέρχεται πλήρης
κατάρρευση του εμπορίου και των συναλλαγών
στις πόλεις, ενώ η ύπαιθρος αρχίζει να
εγκαταλείπεται και να ερημώνει, μετά
από την ανασφάλεια που επικρατεί από
τις συνεχείς επιδρομές ληστρικών
συμμοριών.
Οι ταλαιπωρημένοι και αποδεκατισμένοι
χριστιανικοί πληθυσμοί της υπαίθρου
περιμένουν μάταια την βοήθεια από την
κεντρική εξουσία και τον αυτοκράτορα
που παρά τις υποσχέσεις δεν έρχεται
ποτέ. Η μέχρι τώρα δοκιμασμένη και
επιτυχημένη συνταγή της βυζαντινής
διπλωματίας, που συστηματοποιήθηκε
οριστικά από τον Ιουστινιανό και ήταν
συνδυασμός στρατιωτικής πίεσης, πολιτικής
ευφυΐας, δωροδοκίας, θρησκευτικής
προπαγάνδας, δεν είχε κανένα απολύτως
ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Χωριά στην
ενδοχώρα της Μικρασίας αποδεκατίζονται
και πολλές φορές εξαφανίζονται από τον
χάρτη εξαιτίας των συνεχών λεηλασιών
από ορδές των Ιρανικών Τουρκομανικών
και Μογγολικών φύλων. Το δίλλημα για
τους κατοίκους της ήταν να φύγουν στις
ελεύθερες και ασφαλείς ακόμη περιοχές
της αυτοκρατορίας, ή να καταφύγουν στις
δυσπρόσιτες βουνοκορφές ή στις
δαιδαλώδεις υπόγειες πολιτείες της
Καππαδοκίας. Διαφορετικά θα έπρεπε να
υποταγούν στις ορέξεις των κατακτητών.
Μεγάλες και παλαιότερα ισχυρές πόλεις
στα παράλια καταλαμβάνονται από τους
Λατίνους. Σε πολλές περιπτώσεις καθ’ όλο
τον 14ο αιώνα ο Πατριάρχης της
Κωνσταντινούπολης, αναγκάζεται να
ανακατατάξει τις μητροπόλεις του, άλλες
να καταργήσει ή να συνενώσει, γιατί ο
χριστιανικός πληθυσμός είχε αραιωθεί.
Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι από τις
400 και πλέον επισκοπές που υπήρχαν στα
τέλη του 14ου αιώνα είχαν απομείνει
3 και από τις 71 μητροπόλεις μόνον 17.
Η προσφιλής τακτική των Οθωμανών
κατακτητών ήταν να καταλαμβάνουν πρώτα
τα χωριά της υπαίθρου, αποκόπτοντας τις
πόλεις από ανεφοδιασμό αναγκαίων
καταναλωτικών προϊόντων, αναγκάζοντας
τους κατοίκους να παραδοθούν. Στην
περίπτωση μεγάλης αντίστασης εκ μέρους
των πολιορκημένων, πρότειναν τη λύση
του συμβιβασμού, αρκεί η πόλη να γινόταν
φόρου υποτελής στον κατακτητή και να
κατέβαλε σχετική φορολογία.
Από την άλλη πλευρά, οι αυτόμολοι
στρατιώτες γίνονται δεκτοί από τους
Τούρκους σαν σύμμαχοι και οδηγοί τους.
Όταν οι Οσμανλίδες εμφανίζονται να
καταλαμβάνουν την εύφορη Βιθυνία
πολιορκούν την Προύσα και την Νίκαια
και οι αυτόμολοι επιβεβαιώνουν την
πραγματική τους δύναμη. Περνούν το
μήνυμα στους κατοίκους της υπαίθρου
ότι οι Σουλτάνοι θα αποτελέσουν τους
αντικαταστάτες των Βυζαντινών
αυτοκρατόρων. Μάλιστα και οι δύο μεγάλες
πόλεις της Βιθυνίας που προαναφέραμε
παραδόθηκαν στους Οθωμανούς ύστερα από
μακρόχρονο αποκλεισμό και για να
περισώσουν τουλάχιστον ότι τους είχε
απομείνει, να μη πουληθούν σαν σκλάβοι
στα παζάρια της Ανατολής.
Μετά από όλ’ αυτά, το αποτέλεσμα ήταν ο
αγροτικός πληθυσμός ή να μεταναστεύσει
σε πιο ασφαλείς περιοχές ή να συνεργαστεί
μαζί τους, να τους αναγνωρίσει σαν
μελλοντικούς ηγεμόνες και σε πολλές
περιπτώσεις να προσχωρήσει στον
Ισλαμισμό.
Οι βυζαντινοί άρχοντες της περιοχής
έχοντας αποκοπεί από την κεντρική
εξουσία της Κωνσταντινούπολης, όχι
μόνον δεν συνενώνονται μεταξύ τους με
τα στρατεύματα που διέθεταν κατά του
κοινού εχθρού, αλλά απεναντίας λειτουργούν
και αυτοί σαν τουρκομάνοι πλιατσικολόγοι.
Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα πολεμούν
μεταξύ τους, έχοντας στο πλευρό τους
Οθωμανούς φυλάρχους. Το 1263 ο Μιχαήλ Η΄
Παλαιολόγος κυνηγημένος από τους
σφετεριστές του θρόνου Λατίνους βρίσκει
άσυλο στην αυλή των Σελτζούκων. Όταν
στην συνέχεια θα ξαναγυρίσει ως νικητής
στην Κωνσταντινούπολη, θα εγκρίνει την
εγκατάσταση δέκα με δώδεκα χιλιάδων
τουρκομάνων με τον ηγεμόνα τους, τον
Μπεκτασή Σαλτούκ ντεντέ, στην περιοχή
Δοβρουτσά στα παράλια του Εύξεινου
πόντου.
Ειδικότερα την περίοδο της Μογγολικής
επιδρομής πολλές ήταν οι περιπτώσεις
που Τούρκοι ηγεμόνες ζητούσαν και
ελάμβαναν βοήθεια από τον Βυζαντινό
Αυτοκράτορα, είτε αυτό ήταν η παραχώρηση
κάποιου βυζαντινού φρουρίου είτε ενός
παραμεθόριου οχυρού.
Αργότερα τον 15ο αιώνα Χριστιανοί
συνεργάτες των Οθωμανών θα καταρτίσουν
ειδικό σώμα που θα ανήκει στις στρατιωτικές
τους δυνάμεις αυτό των martolos (αμαρτωλός)
και θα τοποθετηθούν στα σύνορα, κάτι
σαν τους φύλακες της υπαίθρου που υπήρχαν
και επί Βυζαντίου.
Αυτό αποδεικνύει ότι οι συνεργασίες
αυτές δεν θα γινόταν εύκολα αν υπήρχαν
έντονες θρησκευτικές ή φυλετικές
διακρίσεις. Πολλοί είναι οι αξιωματούχοι
Χριστιανοί που συναλλάσσονται ή
προσχωρούν στις τάξεις των Οσμανλίδων
ή ασπάζονται την θρησκεία τους,
προσβλέποντας σε υλικά οφέλη ή αξιώματα.
Μάλιστα, μερικοί από αυτούς θα αποτελέσουν
τους ιδρυτές αριστοκρατικών Οθωμανικών
οικογενειών.
Οι Τούρκοι βρίσκουν και καταλαμβάνουν
τεράστιες εκτάσεις ακαλλιέργητες,
σχεδόν κατεστραμμένες, ιδιοκτησίες
μοναστηριών ή μεγαλο-γαιοκτημόνων που
είχαν έρθει σε ανοικτή αντιπαράθεση με
τον Μιχαήλ τον H’. Δίνουν προνόμια στους
‘καταπιεσμένους’ λαούς της περιοχής,
για να τους πάρουν με το μέρος τους,
προσφέρουν αγρούς στους επήκοους
άκληρους χριστιανούς που ήξεραν να
καλλιεργούν την γη, κάτι το οποίο ως
νομάδες κτηνοτρόφοι αγνοούσαν παντελώς.
Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την επιδίωξη
θα παίξουν οι δερβίσηδες που συνοδεύουν
την πολεμική μηχανή των Οθωμανών σε
όλες τις μετακινήσεις. Στόχος η εδραίωση
της κυριαρχίας στις κατεκτημένες
περιοχές.
Οι Σουλτάνοι παραχωρούν
μεγάλες αγροτικές εκτάσεις στα δερβίσικα
τάγματα, αφού είχαν εγκαταλειφθεί από
τους ιδιοκτήτες τους. Αυτοί με την σειρά
τους επιδιώκουν με κάθε τρόπο την
επάνδρωση των κτημάτων με γεωργούς
Χριστιανούς, που γνώριζαν με επιτυχία
την γεωργία. Γύρω από κάθε μεγάλο τεκέ
θα δημιουργηθούν καινούργιοι εποικισμοί
με νέα χωριά, ενώ με το χρόνο, οι
κατατρεγμένοι Χριστιανοί θα επανέλθουν
σε ρυθμούς πιο φυσιολογικούς.
Η φορολογία παραμένει η ίδια που
κατέβαλαν στους Βυζαντινούς φοροεισπράκτορες
ή και μειώνεται, έχοντας τώρα την ασφάλεια
που εξασφάλιζαν οι Οθωμανοί ηγεμόνες.
Αρκετές είναι οι περιπτώσεις που
ολόκληρες πόλεις απαλλάσσονταν από τον
φόρο, χάριν στην γενναιοδωρία ενός
Οθωμανού άρχοντα.
Η δικαιοσύνη και η
ασφάλεια προς τους υπηκόους τους θα
αποτελέσει για τους πρώτους Οθωμανούς
χρέος και καθήκον. Στόχο τους ήταν η
οικονομική ανάπτυξη και η ευημερία του
πληθυσμού διότι γνώριζαν καλά, ότι έτσι
μόνον θα εισέπρατταν δύναμη και κύρος.
Οι αγρότες από την άλλη πλευρά είχαν
πειστεί ότι μόνον με την υποταγή τους
στον Οσμάν (1299-1326) θα εξασφάλιζαν την
ζωή και την περιουσία τους. Μια μελλοντική
επικράτηση των Βυζαντινών θα επέφερε
την άρση των προνομίων τους, την αφαίρεση
της νέας τους ιδιοκτησίας και θα
επανέρχονταν στο παλιό γνώριμο ομιχλώδες
τοπίο των προηγούμενων χρόνων. Έτσι η
ζωή τους είχε πλέον συνδεθεί με την
επιτυχία του νέου τους ηγεμόνα.
Η μειωμένη φορολογία και η ανεκτικότητα
στις αιρέσεις από τους Σελτζούκους στην
αρχή και τους Τούρκους στη συνέχεια θα
αποτελέσει τη δημιουργία μιας ταυτότητας
επίπλαστων Μουσουλμάνων. Η κάθε αίρεση
διατήρησε την ιδιαιτερότητά της και
‘κατ οικονομία’ εισήλθε στα πλαίσια
του Ισλάμ.
Οι αντιθέσεις είχαν μεταλλαχθεί από
πολιτικές σε κοινωνικές. Η αδιαφορία
της κεντρικής εξουσίας ή ακόμη και η
αδυναμία για προσφορά εγγυήσεων, στους
κατοίκους της επαρχίας, όπου επικρατούσε
η αναρχία και η ανασφάλεια, είχε σαν
συνέπεια την αναζήτηση ενός νέου
προστάτη έστω και αλλόφυλλου.
Ο Χριστιανός
αγρότης πάσχιζε απεγνωσμένα για την
επιβίωσή του δίνοντας οτιδήποτε για να
την εξασφαλίσει, ακόμη και την πίστη
του, γι’ αυτό στο πρόσωπο του Τούρκου
κατακτητή βρέθηκε ο προστάτης που τόσο
είχε ανάγκη.
Η πολιτικοκοινωνική και θρησκευτική
κίνηση των ζηλωτών φέρνει στην επιφάνεια
τις έριδες των ησυχαστών. Την περίοδο
αυτή το κίνημα των ησυχαστών παρουσιάζει
μια μυστικο-ασκητική εικόνα.
Οι θρησκευτικές έριδες αυτή τη φορά
αποκτούν μορφή χιονοστιβάδας και
ταρακουνούν συθέμελα την αυτοκρατορία.
Ομάδες ησυχαστών καταφεύγουν στην
Ανατολή, που ήταν συνηθισμένος τόπος
εξορίας. Εξ άλλου είχαν προηγηθεί οι
αρειανοί, οι εικονομάχοι και πολλοί
άλλοι.
Όπως είναι γνωστό στον Μικρασιατικό
χώρο από τους προϊστορικούς ακόμη
χρόνους συντελείται μια θεαματική
ανάμιξη φυλών και λαών. Πληθυσμοί με
διαφορετική κουλτούρα και δυναμισμό,
που είτε παραμένουν στον χώρο είτε τον
χρησιμοποιούν σαν εφαλτήριο, για την
παραπέρα πορεία τους μέχρι την τελική
εγκατάστασή τους. Όπως ήταν φυσικό
παρατηρούνται αλληλεπιδράσεις τόσο
στις κοινωνικές τους συνήθειες, όσο και
στις θρησκευτικές τους αντιλήψεις.
Από τον 6ο αιώνα π.χ. ακόμη, κάτω
από το πρίσμα ενός θρησκευτικού
συγκρητισμού και την ανάμειξη των
διαφορετικών θρησκειών, διαμορφώνονται
οι μυστικιστικές γνώσεις και δυνάμεις
των ιερέων, που θεωρούν ότι αποτελούν
τους συνεχιστές των ιερέων- μάγων των
Περσών του Ζωροάστρη.