Στην ελληνική αντίληψη φιλία μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρχει.
Υποθέστε τώρα, ότι η θεμελιώδης ηθική προτροπή σε μια κοινότητα είναι
η αγάπη, όχι η ανοχή ή η λύπηση, αλλά η αγάπη των πάντων ανεξάρτητα από
το τι είναι ο καθένας, επιπλέον δε, ότι πρέπει η αγάπη αυτή να
επιδεικνύεται ακόμη περισσότερο, όταν το άτομο δεν αξίζει ηθικά. Σε αυτό
ακριβώς έγκειται, όπως ξέρουμε, το περιεχόμενο της χριστιανικής
προτροπής σε ό,τι αφορά τις ατομικές σχέσεις.
Ο πραγματικός χριστιανικός
ήρωας είναι αυτός, που μπορεί να φιλήσει τις πληγές των λεπρών ή ο
Χριστός της παραβολής του Dostoevsky, ο οποίος φιλά στο στόμα τον Μέγα
Ιεροεξεταστή, που μόλις του εξήγησε τις ορθολογικές φρικαλεότητες, που
γνωρίζετε.
Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο στον ελληνικό κόσμο. Η φιλία
απευθύνεται στον άλλο στο βαθμό που ενσαρκώνει μια αξία, στο μέτρο που
είναι καλός καγαθός, δηλαδή ένα ον «καλό και ωραίο». Όσο για τον έλεον,
απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν πρόκειται για αγάπη. Είναι το
γεγονός, ότι ο άλλος λαμβάνεται υπ’ όψη, η δυστυχία του μετρά και
υπαγορεύει την ανάλογη δράση. Μπορεί να δείξει κανείς έλεον σε ένα λεπρό
και να τον βοηθήσει χωρίς να τον αγαπά ούτε να αισθάνεται υποχρεωμένος
να φιλήσει τις πληγές του.
Είναι αλήθεια, ότι βρίσκουμε στον ελληνικό πνευματικό κόσμο κάτι που
σηματοδοτεί ταυτόχρονα ένα όριο και μια αλλαγή, και για το οποίο ελέχθη
-κακώς- ότι προανήγγειλε το χριστιανισμό. Πρόκειται βεβαίως για τη θέση,
που αποδίδει ο Πλάτων στον Σωκράτη, που προέρχεται πιθανότατα από τον
Σωκράτη ως ιστορικό πρόσωπο και συνίσταται στην προτροπή του να μην
απαντάς στο κακό με το κακό. Είναι προτιμότερο να υφίστασαι την αδικία
παρά να τη διαπράττεις.
Είναι όμως διαφορετικό να πεις: μην απαντάς στο
κακό με το κακό, πράγμα που αφορά στη συμπεριφορά μας και εξαρτάται από
εμάς, είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης, «εφ’ ημίν». Και είναι άλλο να λες:
να αγαπάς αυτόν που σου κάνει κακό.
Αυτή η προτροπή δεν αφορά στη
συμπεριφορά, αλλά στο συναίσθημα και είναι καθ’ αυτή παράλογη, διότι
κανείς δεν μπορεί να κυριαρχήσει στα συναισθήματά του. Δεν συζητώ καν για
το αν πρέπει ή όχι να αγαπάμε αυτούς που κάνουν κακό. Αν θεωρήσουμε
όμως τι συνεπάγεται αυτό, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι όσο
περισσότερο ο τάδε έχει βασανίσει στο Άουσβιτς, τόσο περισσότερο θα
πρέπει να αγαπηθεί! Πρόταση απολύτως απορριπτέα.
Εδώ έγκειται η διπλοπροσωπία ή η θεμελιώδης υποκρισία του
χριστιανισμού. Υποκρισία όχι με την τρέχουσα, αλλά με την οντολογική
έννοια. Αυτό που προτείνεται εδώ είναι ένα είδος ψευδούς απολύτου,
δεδομένου ότι πρόκειται για κάτι απολύτως μη πραγματοποιήσιμο και
επομένως ανύπαρκτο.
Και ζούμε κάτω ακριβώς από την τερατώδη κυριαρχία
αυτής της αδύνατης ηθικής εδώ και σχεδόν δεκαεπτά αιώνες, πράγμα που
φέρνει, φυσικά, καταστροφικά αποτελέσματα, όπως ο ουσιώδης διχασμός στον
εσωτερικό κόσμο των ατόμων, που ο Ηegel είχε πολύ καθαρά δει. Όταν μιλά
για τη δυστυχή συνείδηση, αναφέρεται κατά μία έννοια στο χριστιανισμό,
που επιβάλλει στο άτομο έναν κανόνα, στον οποίο δεν μπορεί ποτέ να
υπακούσει.
Η χριστιανική ηθική καταλήγει να μεταμορφώσει το άτομο σε αιώνιο
ένοχο, που παραμένει πάντοτε ανεπαρκές απέναντι στον κανόνα. Είναι ως εκ
τούτου καταδικασμένο να συμβιβάζεται διαρκώς με αυτό τον κανόνα, να ζει
μέσα στον κομφορμισμό και στη διπλοπροσωπία.
Όσο για το κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, ο χριστιανισμός ξεκινά
αγνοώντας το αναφανδόν: δεν μας αφορά, λένε τα ευαγγέλια, πάσα εξουσία
εκ θεού, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι (είναι η Προς Ρωμαίους Επιστολή)
κ.λπ.. Έτσι καταλήγουμε αναγκαστικά σε μια σχάση, σε μια διάσπαση. Από
τη μια ένας δημόσιος χώρος, θεσμισμένος, όπου ο Καίσαρ κάνει ό,τι έχει
να κάνει και όπου, παρ’ όλες τις συζητήσεις περί αυτού, δεν βλέπουμε με
ποιο τρόπο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι κανόνες της ηθικής: ο
εξομολογητής του βασιλιά μπορεί βεβαίως να του επιβάλλει μια μετάνοια
επειδή διέταξε τη σφαγή μερικών χιλιάδων υπηκόων του, όμως αυτό δεν
αλλάζει σε τίποτα τη νομιμότητα του βασιλιά.
Από την άλλη, ένας
ιδιωτικός χώρος, όπου ισχύει αυτή η μη πραγματοποιήσιμη προτροπή του να
αγαπάς τον πλησίον σου, όποιος κι αν είναι αυτός, περισσότερο από τον
εαυτό σου. Ασφαλώς, μετά τη θέσμισή του, ο χριστιανισμός απέκτησε
εξαιρετική πνευματική ευρύτητα, οικειοποιούμενος μεγάλο τμήμα της
αρχαίας φιλοσοφίας και των μεθόδων της, οπότε τα προβλήματα εμφανίζονται
πιο επεξεργασμένα, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών και
ενεργοποιείται μια ολόκληρη σοφιστεία.
Όποιος αγαπά όλο τον κόσμο φυσικά δεν αγαπά κανένα. Και όποιος αγαπά
αυτό που μισεί δεν μισεί τίποτα – αλλά όποιος δεν μισεί τίποτα δεν
επενδύει τίποτα συναισθηματικά. Πράγμα, που οριακά είναι δυνατό, αλλά
αποτελεί εξ ορισμού αποκλειστικότητα ορισμένων ατόμων, χριστιανών
αναχωρητών στην έρημο ή οπαδών του βουδισμού.
Και η ύπαρξη αυτών των
περιθωριακών ατόμων, ερημιτών ή αγίων επιτρέπει ταυτόχρονα στην κοινωνία
να δικαιολογείται και να ενοχοποιείται δίνοντας στον εαυτό της την
απατηλή απόδειξη της δυνατότητας να πραγματωθεί το διακηρυσσόμενο
ιδεώδες. Ο άγιος τάδε το καταφέρνει, άρα η ηθική μας δεν είναι παράλογη·
εμείς όμως δεν έχουμε το απαιτούμενο ανάστημα, πρέπει επομένως να
εξιλασθούμε, να γονυπετήσουμε, να συνεισφέρουμε στους εράνους για την
ανοικοδόμηση του ιερού ναού κ.λπ. – και ταυτόχρονα, αναμφίβολα, να
μάθουμε να εξαπατάμε.
Ίσως υπήρξε κάποια στιγμή στην ιστορία του χριστιανισμού, που αυτή η
διπλοπροσωπία δεν είχε ακόμη εμφανιστεί: Αναφέρομαι στους δύο πρώτους
αιώνες της εξάπλωσής του (τον 2ο και τον 3ο μ.Χ. αιώνα) περίοδο, για την
οποία έχει κανείς την εντύπωση σε μεγάλο βαθμό, ότι αυτοί οι χριστιανοί
είχαν πράγματι παραιτηθεί από την εγκόσμια ζωή και περίμεναν ανά πάσα
στιγμή τη Δευτέρα Παρουσία, την επιστροφή του Χριστού επί της γης. Ως εκ
τούτου, η επίγεια ζωή -συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της ζωής των
πολιτικών θεσμών- έχανε κάθε σημασία, αφού ο Μεσσίας θα εμφανιζόταν από
τη μια στιγμή στην άλλη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όταν τα άτομα ζουν μια ζωή, που μόνο κατ’
όνομα είναι ζωή, σε απόλυτη ετοιμότητα και με τις αποσκευές ανά χείρας
για το ταξίδι στον άλλο κόσμο, είναι δυνατό να φανταστούμε εφαρμογή της
χριστιανικής ηθικής που να μην αποτελεί διαρκή διπλοπροσωπία.
Από τη
στιγμή όμως που οι χριστιανοί εγκαθίστανται μόνιμα στη ζωή της
κοινωνίας, και επομένως από τη στιγμή, όπου ο χριστιανισμός
αναγνωρίζεται (το 313 μ.Χ., επί Κωνσταντίνου) και στη συνέχεια γίνεται η
υποχρεωτική θρησκεία για όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας επί
ποινή διώξεων (384, ψήφισμα του Θεοδόσιου), η διπλοπροσωπία βρίσκεται
στην καρδιά της χριστιανικής θέσμισης της κοινωνίας και η κατάσταση αυτή
προεκτείνεται μέχρι τις μέρες μας με τη διάσταση ανάμεσα σε ένα
δικαιολογητικό λόγο και στην πραγματικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου